- καταιβάτις
- καταιβάτις, ἡ (Α)βλ. καταιβάτης.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
καταιβάτις — steep fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταιβάτιν — καταιβάτις steep fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταιβάτης — καταιβάτης, ὁ θηλ. καταιβάτις (Α) 1. (ως επίθ. τού Διός) αυτός που κατεβαίνει με βροντές και αστραπές 2. (ως επίθ. τού Ερμή) αυτός που οδηγεί τις ψυχές στον Άδη 3. (επίθ. τού Αχέροντα) αυτός που κατεβαίνει κάτω από τη γη με καταβόθρα 5. (για πρόσ … Dictionary of Greek